- απλωσιά
- η1) простор, пространство, ширь; гладь (воды); 2):
απλωσιά ρούχα — а) готовое к развешиванию бельё; — б) развешанное бельё
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλωσιά ρούχα — а) готовое к развешиванию бельё; — б) развешанное бельё
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλωσιά — η απλοχωριά, ευρυχωρία … Dictionary of Greek
απλωσιά — η άπλα, ευρυχωρία (βλ. άπλα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοιχτοσύνη — η 1. ανοιχτάδα, απλωσιά, ανοιχτό μέρος 2. γενναιοδωρία 3. αίθριος καιρός … Dictionary of Greek
ευρυχωρία — η (ΑΜ εὐρυχωρία, Α και ιων. τ. εὐρυχωρίη) [ευρύχωρος] ευρύς χώρος, εκτεταμένος χώρος, απλωσιά αρχ. 1. ο κενός χώρος στο εξαρθρωμένο μέλος 2. (για εκτεταμένο πεδίο) το κατάλληλο για μάχη 3. (για τη θάλασσα) ανοιχτό και εκτεταμένο μέρος 4. ελεύθερο … Dictionary of Greek